- σπονδήιον
- τὸ, Αβλ. σπονδεῑον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπονδείον — και σπονδῆον και σπονδήϊον και σπενδεῑον, τὸ, Α 1. σκύφος, αγγείο, χρυσή φιάλη που έφεραν οι σπονδοφόροι όταν ανήγγελλαν τη σπονδή 2. κουτί με άνοιγμα στο επάνω μέρος για τη συγκέντρωση χρηματικών προσφορών 3. περικοπή τού «πυθικού νόμου».… … Dictionary of Greek